- παραγραφῆς
- παραγραφήanything written besidefem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αναστολή — Ο όρος κυριολεκτικά σημαίνει διακοπή μιας φυσιολογικής δραστηριότητας. (Ιατρ.) Αρχικά, α. χαρακτηριζόταν η ενέργεια που ασκεί ένα νευρικό κέντρο για να ελαττώσει ή να εξαλείψει τα αποτελέσματα της φυσιολογικής δραστηριότητας ενός άλλου νευρικού… … Dictionary of Greek
αντιφώνηση — (Νομ.). Όρος του ρωμαϊκού δικαίου. Σημαίνει την υπόσχεση του οφειλέτη (ή ενός τρίτου που ενεργεί για χάρη του οφειλέτη) προς τον δανειστή ότι θα εκπληρώσει την παροχή που του οφείλει. Η υπόσχεση αυτή δεν καταργεί την ενοχή που προϋπάρχει, αλλά… … Dictionary of Greek
παραγραφικός — ή, όν, Α [παραγραφή] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παραγραφή ή αυτός που γίνεται σύμφωνα με τον τύπο τής παραγραφής 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ παραγραφικόν ένσταση τού εναγομένου κατά τής καταγγελίας, παραγραφή. επίρρ... παραγραφικῶς Α με… … Dictionary of Greek
αποδυνάμωση δικαιώματος — Η μερική ή ολική ανάλωση ενός δικαιώματος επειδή δεν έχει ασκηθεί, ανεξάρτητα προς την εξαφάνιση του δικαιώματος εξαιτίας παραγραφής ή αποσβεστικής προθεσμίας. Σε περίπτωση α.δ. που κρίνεται σύμφωνα με τις αρχές της καλής πίστης, η μεταγενέστερη… … Dictionary of Greek
εργολαβία ή σύμβαση μίσθωσης έργου — Αυτοτελής υποσχετική σύμβαση, με την οποία ένα πρόσωπο (ο εργολάβος) αναλαμβάνει την κατασκευή ενός έργου, δηλαδή την παραγωγή ή την τροποποίηση (με τη χρησιμοποίηση μέσων) ενός υλικού αντικειμένου, για λογαριασμό ενός άλλου (του εργοδότη), ο… … Dictionary of Greek
Κριτόλαος — Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Φιλόσοφος από τη Φασήλιδα Λυκίας (2ος αι. π.Χ.). Πιθανότατα διαδέχθηκε τον Αρίστωνα τον Κείο στη σχολαρχία της Περιπατητικής σχολής στην Αθήνα. Το 156 στάλθηκε ως πρεσβευτής στη Ρώμη, με τον ακαδημαϊκό … Dictionary of Greek